Radical30 World
Κάνετε κλικ σε μια φωτογραφία του Τίτλου ή στη λέξη Φόρουμ για να δείτε τα θέματα μας.

Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Radical30 World
Κάνετε κλικ σε μια φωτογραφία του Τίτλου ή στη λέξη Φόρουμ για να δείτε τα θέματα μας.
Radical30 World
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Σύνδεση

Έχω ξεχάσει τον κωδικό μου

Πρόσφατα Θέματα
» 5 Μαρτίου 1943: Η μεγαλύτερη νίκη της Αντίστασης.
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΚυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30

» Forsaken-2015 ******
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΔευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30

» The First Grader *******
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΔευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30

» Περί των "Κοινών Αγαθών"
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΠαρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30

» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΤετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30

» Δημήτρης Βαρδαβάς
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΤετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30

» Η "Νονά"
Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) EmptyΣαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30

Μάης 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
  12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Ημερολόγιο Ημερολόγιο

Ψηφοφορία
Τροφοδοσία RSS


Yahoo! 
MSN 
AOL 
Netvibes 
Bloglines 


Παρόντες χρήστες
43 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 43 επισκέπτες

Κανένας

Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 151, στις Τρι 19 Νοε 2019, 12:57

Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα)

Πήγαινε κάτω

Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα) Empty Οι φαντασιώσεις μίας κυρίας (διήγημα)

Δημοσίευση  radical30 Τετ 06 Φεβ 2013, 06:01


Οι φαντασιώσεις μιας Κυρίας

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε μια φαντασίωση, είναι ότι μπορεί κάποια στιγμή, να γίνει πραγματικότητα...



1. Η κόκκινη Σίσι

Γωνία οδών Αγίας Άννης και Ορφέως, ο δρόμος σχηματίζει ένα είδος πλατώματος, όπου μπορούν να μανουβράρουν οι μεγάλες τριαξονικές νταλίκες των διεθνων πρακτορείων.

Εκεί κοντά είναι και ένας καφενές, όπου μαζεύονται αργά τα απογεύματα οι οδηγοί των φορτηγών και τα παιδιά από τα κοντινά συνεργεία, για να πιούνε κανα τσίπουρο, να γλυκάνουν τον κάματο της μέρας.

Ομοφυλόφιλοι της Αθήνας και παλιές πουτάνες, ξέρουνε το αλισβερίσι και τη στήνουνε συχνά εκεί, μπας και σταυρώσουν κανένα πεινασμένο αγόρι, να το ξεζουμίσουν.

Συνήθως η δουλειά γίνεται στο όρθιο ανάμεσα στις αραγμένες νταλίκες που λειτουργούν ως προστατευτικά παραπετάσματα του βρώμικου έρωτα, εξόν και αν το αγόρι είναι οδηγός, οπότε παίρνονται μέσα στην καμπίνα.

Τα λεκιασμένα κουρτινάκια στα πίσω παράθυρα μπορούν να κρύψουν το παράνομο ζευγάρι, ωστόσο δεν μπορούν να πνίξουν και τις κραυγές της ανομολόγητης ηδονής, που διαφεύγουν ενίοτε, από τα παρκαρισμένα φορτηγά, μέσα στην αδιάφορη νύχτα.

Μοιάζει σαν να μουγκρίζουν από ηδονή οι ίδιες οι μηχανές και οι φορτωμένες με εμπορεύματα καρότσες, για τα μεγάλα ταξίδια που ετοιμάζονται να ξανακάνουν.

Σ’ αυτή την αμαρτωλή πλατεία του φευγιού και της φαντασίωσης, έρχεται κάποιες νύχτες και κόβει βόλτες η κόκκινη Σίσι…


2. Η φαντασίωση μιας κυρίας

Την ιστορία της Σίσι, μου την αφηγείται ο άντρας της, ο καθηγητής Μιχαήλ.
Καθόμαστε σε ένα κομψό σαλονάκι, με όλα τα φώτα σβηστά, εξόν από ένα βενετσιάνικο αμπαζούρ, που ίσα-ίσα αρκεί για να φωτίσει τα δύο ποτήρια μπροστά μας.

Πίνουμε και οι δυο μας κόκκινο κρασί μαρουβά, που ήταν η αδυναμία της Σίσι. Για να τη θυμόμαστε...

Αποφάσισα να σου τα πω, επειδή ήσουν ο αγαπημένος συγγραφέας της. Είχε διαβάσει όλα όσα έχεις γράψει σε βιβλία ή όσα γράφεις τελευταία στο διαδίκτυο. Και μου μίλαγε συχνά για σένα…

Θα της άρεσε να τα γράψεις. Κι εγώ θα νιώθω πιο καλά, αν μείνει κάτι από τη Σίσι σ’ αυτή τη γη, που θα αντέχει πιο πολύ από τη σάρκα. Παρότι η Σίσι ήταν πάνω απ’ όλα, σάρκα...

Η σάρκα ξέρεις έχει τη δική της πνευματικότητα. Η σάρκα είναι τέλεια, αυθύπαρκτη και αυτάρκης. Εγώ είμαι μόνο πνεύμα. Το πνεύμα δεν έχει τίποτα το σαρκικό. Δανείζεται την ύπαρξη του από τη σάρκα. Το πνεύμα είναι ημιτελές…

Ο καθηγητής Μιχαήλ είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει τα πάντα για τη Σίσι.

Γιατί όλοι οι άλλοι που τη γνώρισαν ή που συνεργάστηκαν μαζί της ή που της έκαμαν έρωτα, δεν είδαν παρά ένα μόνον μικρό κομμάτι της κι αυτό, τις περισσότερες φορές αποτελούσε μια αντανάκλαση του δικού τους εαυτού.

Η Σίσι, λέει ο Μιχαήλ, τελευταία έβλεπε ένα όνειρο και το έβλεπε συχνά. Θα σου το περιγράψω με τα δικά της τα λόγια, που τα έχω στο μυαλό μου, όπως ακριβώς μου το διηγούνταν εκείνη…

Είναι ο εαυτός της, αλλά όχι ακριβώς ο εαυτός της. Δεν φοράει τα πανάκριβα ταγέρ, με τα οποία εμφανίζεται κάθε πρωί στο δικηγορικό της γραφείο. Φοράει ένα φτηνιάρικο κόκκινο φουστάνι, που θυμάται ότι το έχει αγοράσει από τη λαϊκή της οδού Παράσχου, κοντά στα δικαστήρια της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Το φουστάνι είναι τόσο κοντό, που νιώθει σχεδόν γυμνή.

Βρίσκεται σε μια παράξενη πλατειούλα, όπου τα φορτηγά μανουβράρουνε μαρσάροντας τις μηχανές τους. Το αυτοκίνητο της έχει μπλοκαριστεί ανάμεσα στα τεράστια οχήματα και δεν μπορεί να πάει ούτε μπρος, ούτε πίσω. Βγαίνει τότε οργισμένη και φωνάζει στους φορτηγατζήδες να της κάμουν χώρο να περάσει. Αυτοί όμως αρχίζουν τα σφυρίγματα και τα προστυχόλογα.

Προσπαθεί να τρέξει αλλά ενώ τα υπέροχα πόδια της ανοίγουν και κλείνουν, δεν μετακινείται ούτε εκατοστό, σαν να έχει μετατραπεί άξαφνα ο δρόμος σε κυλιόμενο διάδρομο.

Στο μεταξύ βγαίνουνε ένας-ένας οι οδηγοί των φορτηγών και την πλησιάζουνε ξεστομίζοντας τις πιο χυδαίες φράσεις. Ένας τους απλώνει χέρι και της σκίζει το φουστάνι. Κάποιος άλλος της ψαλιδίζει το σουτιέν. Οι άντρες τη στριμώχνουν ανάμεσα στις νταλίκες και τσακώνονται ποιος θα τηνε πάρει πρώτος. Ουρλιάζει αλλά δεν βγαίνει κανένας ήχος. Νιώθει σαν να σβήνει σε μια καυτή πλαστική μάζα, που ζέχνει γράσα κι αντρίλα.

Κατεβαίνει τότε από μια κόκκινη νταλίκα, ένας μεγαλόσωμος άντρας, που του λείπει το πρόσωπο. Ή, πιο σωστά, το πρόσωπο του είναι κρυμμένο κάτω από ένα παναμέζικο καπέλο. Ο άντρας ξεκουμπώνει το δερμάτινο μπουφάν του. Ξεπετάγεται από μέσα του, ένα τεράστιο φίδι. Το φίδι τυλίγεται στα νευρώδη μπράτσα του και συρίζει απειλητικά προς τη μεριά των φορτηγατζήδων. Τρομαγμένοι αυτοί, το βάζουν στα πόδια.

Η Σίσι κοιτάζει σαν μαγνητισμένη τα δηλητηριώδες κεφαλάκι του φιδιού. Θέλει κι αυτή να το βάλει στα πόδια αλλά δεν μπορεί. Τα κόκκινα τακούνια της έχουνε καρφωθεί στην άσφαλτο.

Ο άντρας την αναγκάζει να χαϊδέψει το γλοιώδες σώμα του τεράστιου φιδιού του.
- Βλέπεις, κυρία; Δεν πονάει, όπως νόμιζες…
Η Σίσι γνέφει πως ναι, δεν πονάει καθόλου. Αντιθέτως, το νιώθει ζεστό και τρυφερό. Θα ήθελε, ψελλίζει, να του το χαϊδεύει όλη νύχτα.
Η φωνή του είναι βαθειά και βραχνή.
- Είσαι κακό κορίτσι, της λέει
Το φίδι χώνει το κεφαλάκι του στο στήθος της και της γλείφει τις ρώγες, που έχουν σκληρύνει σαν μικρά βότσαλα.
- Δεν σου έχω πει να μην έρχεσαι εδώ, να με ψάχνεις? Ορίστε τώρα, θα με αναγκάσεις να σε τιμωρήσω…
Ο άντρας την αρπάζει βίαια από τα μαλλιά και τη σέρνει στην καμπίνα της νταλίκας. Κλειδώνει τις ασφάλειες και την πετάει στο πίσω κάθισμα. Ύστερα λύνει τη δερμάτινη λωρίδα του.
- Πέσε στα τέσσερα βρωμιάρα, τη διατάζει
Έρχεται από πίσω της βιτσίζοντας άγρια τον αέρα…

Η Σίσι ξυπνούσε τότε μουσκεμένη. Αναζητούσε το χέρι μου, μουγκρίζοντας σαν πληγωμένη λύκαινα.
- Βοήθα με να τελειώσω…
Το σώμα της ήταν όλο υγρό. Τα σεντόνια έμοιαζαν να’ χανε βουτηχτεί σε μια λίμνη από κολλώδες υγρό και πόθους. Δεν προλάβαινα να την αγγίξω και σπαράσσονταν ολόκληρη από κείνο το αρχέγονο ουρλιαχτό της Γης.
Οι σπασμοί της κράταγαν έναν αιώνα. Και μετά έκλαιγε με λυγμούς, κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου.

Ο Μιχαήλ στραγγίζει το κρασί και προσπαθεί να μετακινήσει κάπως το σώμα του, στην αναπηρική καρέκλα.
Τον βοηθάω να βρει μια πιο άνετη στάση.



3. Ποια ήταν η Σίσι?

Η Σίσι ήταν δικηγορίνα. Και καλή δικηγορίνα, μάλιστα. Ειδικευμένη στο οικονομικό έγκλημα. Οι πελάτες της ήταν ο αφρός. Πολιτικοί, τραπεζίτες, μεγαλογιατροί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Αλλά κανένας από αυτούς δεν ήξερε ποια ήταν η Σίσι. Στο γραφείο της, στα δικαστήρια, στους συναδέλφους της, στους φίλους και στους συγγενείς, παρουσιάζονταν με το ίδιο όνομα, που αναγράφονταν και στην ταυτότητα της.
Αλλά όλοι ξέρουμε πως αυτό μας το όνομα δεν είναι απαραιτήτως και το αληθινό μας όνομα.
Σίσι την ξέρανε μόνον οι φορτηγατζήδες στην Αγίας Άννης. Και τα σκληρά παιδιά των συνεργείων, στη Σπύρου Πάτση στον Βοτανικό.
Η κόκκινη Σίσι, για την ακρίβεια…

Η αναπηρική πολυθρόνα του Μιχαήλ είναι ηλεκτροκίνητη. Μπορεί να μετακινείται άνετα μ’ αυτήν, σε όλο το σπίτι. Η Σίσι είχε φροντίσει ώστε όλα τα έπιπλα και οι ηλεκτρικές συσκευές να βρίσκονται χαμηλά, ώστε να μπορεί να τα χειρίζεται ο άντρας της, από την πολυθρόνα. Ο Μιχαήλ δυσκολεύεται μόνον όταν είναι να πάει στο λουτρό ή να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Μπορεί όμως να τα καταφέρει και μοναχός του, αν χρησιμοποιήσει τα μεταλλικά δεκανίκια, που προσαρμόζονται μονίμως σε δυο λαβίδες, στα μπράτσα της πολυθρόνας. Του παίρνει αρκετή ώρα για να βγάλει το παντελόνι του και τα εσώρουχα του αλλά πάντως τα καταφέρνει.

Η Σίσι μου λέει, με είχε κακομάθει. Με βοηθούσε να ξαπλώσω, να ντυθώ, να μπω σε αυτοκίνητο. Μόνο στην τουαλέτα δεν με πήγαινε, κι αυτό γιατί της το είχα απαγορεύσει. Ωστόσο μπορώ πια να κάμω πολλά πράματα μοναχός μου. Μετά από ατελείωτες ώρες κινησιοθεραπείας, είμαι ικανός να αυτοεξυπηρετούμαι. Μπορώ ακόμα να φτάσω ως την εξώθυρα, όπου με περιμένει ένα ταξί, για να με πάει στο Πανεπιστήμιο. Τώρα που την έχασα, θέλω να μείνω μόνος. Θα έρχεται μια γυναίκα που και που να μου κάμει τα απαραίτητα και μέχρις εκεί. Θα ζήσω μαζί της ως το τέλος…

Το ατύχημα του συνέβη, πριν να παντρευτούνε με τη Σίσι. Ήσαν τότε εραστές.
Η Σίσι νεαρή ασκούμενη δικηγόρος και αυτός βοηθός στην έδρα της Ιστορίας.

Όταν έμαθα οριστικά ότι θα είμαι νεκρός από τη μέση και κάτω, της ζήτησα να χωρίσουμε. Η Σίσι δεν το ήθελε με τίποτα. Αναγκάστηκα να τη διώξω με τον πιο χειρότερο τρόπο. Για μεγάλο διάστημα απέφευγα κάθε επαφή μαζί της. Δεν σήκωνα ούτε τα τηλέφωνα. Μέχρι που την είδα να με κοιτάζει σαν να’ τανε Παναγιά, ενώ ξανάνοιγα τα μάτια μου στο νοσοκομείο. Είχα αποπειραθεί να βάλω τέλος στη ζωή μου, ωστόσο δεν τα κατάφερα. Όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, αντίκρυσα τη Σίσι και προς στιγμήν πίστεψα ότι βρισκόμουνα στη γειτονιά των Αγγέλων. Αλλά δυστυχώς ήμουνα ζωντανός. Μου είπε κατηγορηματικά ότι δεν θα με άφηνε ποτέ της, ακόμα και αν εγώ αρνιόμουνα να της πω μια καλημέρα. Κανονίσαμε να παντρευτούμε, υπό τον όρο ότι δεν θα έδινε τέλος στη δικιά της ζωή. Η συμφωνία μας ήταν να ζήσει τον έρωτα, όπως κάθε άλλη νέα και υγιής γυναίκα…
»Τα πρώτα χρόνια νομίζω πως δεν σκέπτονταν καν το σεξ. Είχε αφοσιωθεί στην καριέρα της. Ξυπνούσε χαράματα και γύρναγε αργά τη νύχτα. Ήταν τόσο κουρασμένη, που την έπαιρνα στην αγκαλιά μου και κοιμότανε στα πόδια μου, στο αναπηρικό καροτσάκι. Σιγά-σιγά όμως τα κατάφερε να ανέβει, επαγγελματικά. Έφτιαξε ένα όνομα. Δεν χρειαζόταν να τρέχει να αναζητά αυτή τους πελάτες. Ερχόντουσαν συστημένοι. Προσέλαβε και νεαρούς ασκούμενους βοηθούς, για να κανονίζουν τη βρωμοδουλειά με τη γραφειοκρατία, που της έτρωγε τον περισσότερο χρόνο. Άρχισε να γυρνάει πιο νωρίς τα απογεύματα. Ξεκουράζονταν τα Σαββατοκύριακα. Πηγαίναμε μαζί πολυήμερες εκδρομές. Τότε ήταν που άρχισαν οι πρώτες της φαντασιώσεις…
»Δεν μου είχε πει τίποτα. Το κατάλαβα όταν την ένιωσα να στριφογυρίζει στο κρεβάτι και να βογκάει στον ύπνο της. Μετά ξυπνούσε μουσκεμένη. Την πίεσα να μου μιλήσει για τις φαντασιώσεις της. Χρειάστηκε να κατεβάσει ένα μπουκάλι μαρουβά, για να ξεκινήσει, να μου εξομολογείται τα πάντα. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να της αρέσει και με τον καιρό έγινε το δικό μας παιχνίδι. Αν και δεν θα το έλεγα ακριβώς παιχνίδι. Μου μιλούσε με πάσα λεπτομέρεια, για το τι της έκαμαν οι ονειρικοί εραστές της. Και συχνά τη βοηθούσα με τα δάχτυλα να φτάσει σε οργασμό, μετά από κάποια πολύ δυνατή φαντασίωση. Στις πρώτες της φαντασιώσεις, έβλεπε πως την έπαιρναν συνάδελφοι της σε δημόσιους χώρους. Στα δικαστήρια της Ευελπίδων, στο υποθηκοφυλακείο, στην Εισαγγελία, στο γενικό λογιστήριο του κράτους… Έβλεπε ότι εμφανίζονταν στις δίκες με εφαρμοστά φτηνιάρικα φουστάνια, και ψηλοτάκουνες γόβες, που τα ψώνιζε από μαύρους στην Ομόνοια. Εσώρουχα αγόραζε λέει από μια ρωσοπόντια, στη λαϊκή του Γκύζη. Τρύπωνε στο γραφείο του Εισαγγελέα εφετών και αυτός την ανάγκαζε να βγάλει το βρακάκι της και να κάτσει απάνω στους φακέλους με τις δικογραφίες. Οι φάκελοι μουσκεύανε από τα υγρά της και ο Εισαγγελέας, τους έγλειφε μανισμένος, πριν την αναγκάσει να του πάρει πίπα, γονατισμένη στα τέσσερα… Δεν είμαι βέβαιος αν πραγματοποιούσε κάποιες από τις φαντασιώσεις της. Ένα-δυο απογεύματα είχε επιστρέψει στο σπίτι με μελανιές στα μάγουλα και στους γλουτούς. Την παρακαλούσα να μου τα πει όλα, όμως δίσταζε να μου μιλήσει για όσα ξέφευγαν από το πεδίο της φαντασίωσης… Ένα μεσημέρι με ειδοποίησαν πως την είχανε μεταφέρει σε νοσοκομείο. Με βοήθησε ο ταξιτζής που με πήγαινε κάθε πρωί στο πανεπιστήμιο και έφτασα σχεδόν αμέσως. Οι γιατροί δεν ήξεραν πώς να μου το φέρουν. Τους βεβαίωσα ότι τα ήξερα όλα για τη γυναίκα μου και δεν θα με ενοχλούσε τίποτα. Αρκει να μάθαινα την αλήθεια. Μου αποκάλυψαν ότι χρειάστηκε να της κάμουν ράμματα. Καταλαβαίνεις που... Ήταν τόσο άγριο… Και ίσως να ήταν και η πρώτη της φορά από εκεί… Την πήρα στο σπίτι και την περιποιήθηκα σχολαστικά. Εγώ της έβαζα τις αλοιφές και τις άλλαζα τις γάζες, μέχρι που συνήλθε… Από τότε άρχισε να μου τα αφηγείται όλα. Και αυτά που ονειρεύονταν και αυτά που προσπαθούσε να ζήσει στην πραγματικότητα, ακολουθώντας τις φαντασιώσεις της. Τότε ήταν που μου αποκάλυψε ότι σε όλες της τις φαντασιώσεις, υπήρχε ο ίδιος ήρωας. Ένας άντρας χωρίς πρόσωπο – ή, άλλοτε ένας άντρας που έκρυβε το πρόσωπο του κάτω από ένα παναμέζικο καπέλο ή μια βενετσιάνικη μάσκα.. Αυτόν τον άντρα αναζητούσε να βρει με αγωνία μέσα σε κάθε είδους λάσπες. Στα αποχωρητήρια, όπου την παίρνανε μελαμψοί Πακιστανοί, στα ντόκα των λιμανιών, που την πηδούσανε Αιγύπτιοι ναύτες, στις υπαίθριες τουαλέτες των λαϊκών αγορών που την παίρνανε οι ξαναμμένοι μανάβηδες , στα εγκαταλειμμένα βαγόνια που της το κάνανε Αλβανοί μπράβοι…

Ο Μιχαήλ παίρνει βαθιάν ανάσα και προσπαθεί να σηκωθεί από το αναπηρικό καροτσάκι, χρησιμοποιώντας τα δεκανίκια. Τον βοηθάω να φτάσει ως την τουαλέτα. Θα πρέπει, μου λέει, να μάθει να τα κάμει όλα μοναχός του. Θα πρέπει να μάθει να ζει χωρίς τη Σίσι.
Κατουράει καθιστός στο χείλος της λεκάνης και μετά στηρίζεται σε μια μεταλλική μπάρα, που την είχε τοποθετήσει επίτηδες εκεί η Σίσι, για να μπορεί να στηρίζεται και να κουμπώνει το παντελόνι του.
Με ρωτάει αν έχω ακουστά για τις μάγισσες της Λιβύης.
Του απαντώ ότι δεν έχω ιδέα. Αν και δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Λιβύη των ισλαμιστών, πιστεύουν ακόμα σε μάγισσες. Γελάει. Μου εξηγεί ότι ο μύθος δεν αναφέρεται στο σημερνό κράτος αλλά στην αρχαία Αφρική, επειδή οι Έλληνες της εποχής του Ηροδότου ονόμαζαν Λιβύη όλη την Αφρικάνικη ήπειρο.

Οι μάγισσες της Λιβύης λέει ένας θρύλος, έχουν τη δύναμη, να βγάζουν και να αποθηκεύουν τις ψυχές τους σε ανεστραμμένες λήκυθους, τις οποίες κρύβουν σε άβατα και απροσπέλαστα μέρη.
Έτσι, σκέτα σώματα, αδειανά από ψυχές, περιπλανώνται στον κόσμο, συλλέγοντας όλες τις εμπειρίες των ανθρώπων, καλές, κακές, αγγελικές, βρώμικες, που μετά τις καθαρίζουν με μυστηριακές τελετές, στα απρόσιτα κρησφύγετα τους. Όταν ξαναπάρουνε τις ψυχές τους, κατέχουν πια όλη τη Γνώση του ανθρώπου και χάρη σ’ αυτή μπορούν να θεραπεύουν μανιακούς και αρρώστους.
Η Σίσι ανήκε σ’ αυτό το είδος των χαμένων μαγισσών. Η αληθινή «Σίσι» βρίσκονταν αποθηκευμένη σε μια λήκυθο, κάπου στα βάθη του Κόσμου, αναμένοντας τη στιγμή που θα ξανακέρδιζε την ψυχή της και μαζί, ολάκερη τη Γνώση τ’ ανθρώπου.
Ίσως και να είχε δίκιο…


4. Ο άντρας χωρίς πρόσωπο

Τον ρωτάω, αν τελικά η Σίσι τα κατάφερε να ανακαλύψει αυτόν τον άντρα χωρίς πρόσωπο που αναζητούσε απεγνωσμένα στις φαντασιώσεις της.
Ο καθηγητής Μιχαήλ σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Οι φαντασιώσεις αγαπητέ μου, είναι ένας τρόπος για να προστατευθούμε από την πραγματικότητα. Όλα αυτά τα πρόσωπα των ανδρών που συναντούσε η γυναίκα μου στα όνειρα της, χάνονταν όταν τα συναντούσε στις βρώμικες γωνιές των δρόμων. Μην φαντάζεσαι ότι την ικανοποιούσε πραγματικά να ξεσκίζεται εδώ κι εκεί. Μερικές φορές γυρνούσε στο σπίτι μας, σε άθλια κατάσταση. Έπεφτε στην αγκαλιά μου με λυγμούς και έπαιρνε όρκους πως δεν θα ξανάκανε ποτέ τίποτα τέτοιο στη ζωή της. Σαπουνίζονταν με μανία, για να φύγει από πάνω της η βρώμα των αντρών. Για όλους αυτούς, δεν ήταν παρά ένα είδωλο, ένας αντικατοπτρισμός των δικών τους φαντασιώσεων. Η κόκκινη Σίσι, ήταν εξίσου ανύπαρκτη με την άλλη Σίσι, τη δικηγορίνα με τα ριγέ ταγέρ, που τακτοποιούσε τις ρεμούλες των πλούσιων πελατών της. Μετά από ώρες ολόκληρες βίαιης ηδονής και απανωτών εξευτελισμών, δεν της έμεναν παρά λίγοι μώλωπες και κάτι επώδυνα γδαρσίματα. Ειδικά τον τελευταίο καιρό που είχε αρχίσει να γυρνάει στην πιάτσα των φορτηγών, γυρνούσε σχεδόν κατακρεουργημένη. Ανάμεσα σε δυο νυχτερινές εξόδους της, μεσολαβούσαν συνήθως αρκετές ημέρες, μέχρι να επουλωθούν οι αμυχές και οι μικροτραυματισμοί. Το χειρότερο όμως ήταν η επίμονη αίσθηση πως για όλους αυτούς εκεί πέρα, η ίδια δεν υπήρχε καν. Μου έλεγε πως μερικοί από τους εφήμερους εραστές της, στην ώρα του οργασμού, τη φώναζαν με άλλο όνομα, ίσως το όνομα της γυναίκας που εκείνοι φαντασιώνονταν πως τους δίνονταν. Ένας εικοσάχρονος Μαροκινός, την αποκαλούσε μονίμως Φατίμα. Φατίμα ήταν το όνομα της αρραβωνιαστικιάς του, στην Κάσμπα…
Είμαι βέβαιος πως στον χώρο των φαντασιώσεων, των κάθε λογής φαντασιώσεων, δεν έχεις να κάμεις παρά με άλλες φαντασιώσεις. Όσο και να κυνηγάς να πραγματοποιήσεις αυτό που εσύ νομίζεις ότι είναι η πιο βαθιά κρυμμένη σου επιθυμία, τελικά αυτό που πραγματοποιείς είναι οι φαντασιώσεις των άλλων. Κι αυτό πονάει πάρα πολύ, ξέρεις. Πονάει γιατί σε αναγκάζει να ξαναγυρίζεις και να ξαναγυρίζεις σ’ αυτό το αδιέξοδο παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, όπως βυθίζεσαι διαρκώς σε έναν βάλτο με κινούμενη άμμο. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε μια φαντασίωση αγαπητέ μου, είναι ότι μπορεί κάποια στιγμή να γίνει πραγματικότητα…

Ο καθηγητής Μιχαήλ οδηγεί το αναπηρικό του καροτσάκι ως την εταζέρα του χωλ, όπου δεσπόζει ένας τεράστιος ολόσωμος καθρέπτης. Πλάι στον καθρέπτη, υπάρχει ένας καλόγηρος, στον οποίον οι επισκέπτες αφήνουν τα πανωφόρια τους. Τώρα μόλις παρατηρώ ότι στον καλόγηρο είναι κρεμασμένα τρία παναμέζικα καπέλα.
Τον ρωτάω αν ανήκουν σ’ αυτόν.
Μου απαντάει ότι είναι όλα δικά του, μαζί με κανα δυο άλλα, που τα φυλάει στην κρεβατοκάμαρα του. Του άρεσε να φοράει καπέλα, πριν από το ατύχημα. Όταν γνωριστήκανε με τη Σίσι, φορούσε ένα παναμέζικο καπέλο, που του έκρυβε σχεδόν όλο το πρόσωπο.
- Αλλά τότε ήμουν ολόκληρος, οπότε υπήρχαν και άλλα πράγματα να δει μια γυναίκα απάνω μου, μου λέει και γελάει πικρά.
Παρατηρεί επίμονα το πρόσωπο του στον καθρέπτη.
- Δεν χρειάζεται να φοράω πια καπέλα, για να κρύβω τη μούρη μου, ψιθυρίζει. Με κρύβει το αναπηρικό μου καροτσάκι…

Μου ζητάει να του πάω ένα χαρτόδετο δέμα που βρίσκεται πεταμένο στον καναπέ του σαλονιού. Ανοίγει το δέμα και βγάζει από μέσα ένα τεράστιο κομμάτι μπλε μεταξωτό ύφασμα. Τον βοηθάω να καλύψουμε τον ολόσωμο καθρέπτη από πάνω ίσαμε κάτω.
Τώρα πια που δεν υπάρχει πια η γυναίκα του, μου λέει, δεν έχει κανέναν λόγο να αναζητά κι αυτός τα είδωλα του, στους καθρέπτες.

Όσο ήταν μαζί μου η Σίσι, με έκαμε να αναζητώ κι εγώ μια φαντασίωση. Τη φαντασίωση του δικού μου του εαυτού. Στεκόμουνα με τις ώρες στους καθρέπτες και προσπαθούσα να βρω τι την κρατούσε κοντά μου. Ποιος ήταν ο Μιχαήλ, που είχε αγαπήσει και που εγώ δεν τον είχα δει ποτέ μου. Γιατί, αν με ρώταγες εμένα γι αυτόν τον Μιχαήλ, θα σου έλεγα πως είχε πεθάνει εδώ και καιρό. Κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν αξίζει να περνάει τη ζωή του πλάι σε έναν νεκρό. Γι αυτό και εγώ προσπάθησα να βοηθήσω τη Σίσι να ξεφύγει από τα είδωλα και να ζήσει ανάμεσα σ πραγματικούς ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω το γιατί. Και δεν θα το μάθω ποτέ μου…

Πώς πέθανε? Τον ρωτάω…
- Τη σκότωσαν δυο Αιγύπτιοι, νομίζοντας πως είναι πόρνη. Για να της πάρουν τις εισπράξεις…
Φοράω το πανωφόρι μου και τον καληνυχτίζω.
- Θα γράψεις κάτι για τη Σίσι?
- Ίσως…
- Κι όμως είναι μια σπουδαία ιστορία – έτσι? Θέλω να πω, υπάρχουν τόσο λίγοι άνθρωποι που έχουν προσπαθήσει να ζήσουν τις φαντασιώσεις τους… Η Σίσι ξεπέρασε το κοινό μέτρο. Πραγματοποίησε τις φαντασιώσεις της, έστω και αν την οδήγησαν σε αδιέξοδα...
Ανασηκώνω τους ώμους
- Όχι. Γιατί δεν κατάφερε τελικά να πραγματοποιήσει τη μοναδική της φαντασίωση. Ή, πιο σωστά, δεν κατάφερε να φαντασιωθεί την πραγματικότητα της…
Μα αυτό, μουρμουρίζει ο Μιχαήλ, συμβαίνει σε όλους σχεδόν τους ανθρώπους. Ποιος απο μας, μπορεί να περηφανεύεται ότι έκαμε πράξη τις φαντασιώσεις του? Η Σίσι όμως το έκανε. Έτσι δεν είναι? Αν δεν το έκαμε, δεν θα ήταν κάτι το ξεχωριστό, για το οποίο αξίζει να γράψει κανείς.
Θα ήταν σαν όλους τους άλλους, εμάς...
Όσον αφορά τους ανθρώπους του απαντώ, τα μόνα που αξίζει να γραφτούν, είναι ακριβώς αυτά που τους ενώνουν με όλους τους άλλους, εμάς...







radical30
radical30
Admin

Εγγραφή : 28/09/2009
Δημοσιεύσεις : 3499
Τόπος : Πόρτο Ράφτη
Ηλικία : 93

http://radicalrvolution-radical30.blogspot.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης