Radical30 World
Κάνετε κλικ σε μια φωτογραφία του Τίτλου ή στη λέξη Φόρουμ για να δείτε τα θέματα μας.

Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Radical30 World
Κάνετε κλικ σε μια φωτογραφία του Τίτλου ή στη λέξη Φόρουμ για να δείτε τα θέματα μας.
Radical30 World
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Σύνδεση

Έχω ξεχάσει τον κωδικό μου

Πρόσφατα Θέματα
» 5 Μαρτίου 1943: Η μεγαλύτερη νίκη της Αντίστασης.
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΚυρ 06 Μαρ 2016, 12:59 από radical30

» Forsaken-2015 ******
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΔευ 22 Φεβ 2016, 10:13 από radical30

» The First Grader *******
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΔευ 08 Φεβ 2016, 13:05 από radical30

» Περί των "Κοινών Αγαθών"
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΠαρ 05 Φεβ 2016, 02:20 από radical30

» Ο δικός μου "χιονάνθρωπος"
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΤετ 03 Φεβ 2016, 06:11 από radical30

» Δημήτρης Βαρδαβάς
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΤετ 03 Φεβ 2016, 04:52 από radical30

» Η "Νονά"
ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ EmptyΣαβ 23 Ιαν 2016, 06:11 από radical30

Απρίλιος 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930     

Ημερολόγιο Ημερολόγιο

Ψηφοφορία
Τροφοδοσία RSS


Yahoo! 
MSN 
AOL 
Netvibes 
Bloglines 


Παρόντες χρήστες
43 χρήστες είναι συνδεδεμένοι αυτήν την στιγμή:: 0 μέλη, 0 μη ορατοί και 43 επισκέπτες :: 1 μηχανή αναζήτησης

Κανένας

Περισσότεροι χρήστες υπό σύνδεση 151, στις Τρι 19 Νοε 2019, 12:57

ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Πήγαινε κάτω

ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ Empty Απ: ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Δημοσίευση  radical30 Παρ 06 Ιουλ 2012, 05:52

Popi Synodinou


Στο σοκάκι μεθυσμένοι, γλυκοναρκωμένοι από την επήρεια της ρακής ακούνε το λαούτο, ένα μπουζούκι, ένα μπαγλαμαδάκι και μια κιθάρα.
Ρεμπέτικα του Μάρκου και του Τσιτσάνη, σκέφτομαι, αλήθεια, πως έγινε κι ο ένας επιβλήθηκε με το επίθετο κι ο άλλος με το μικρό του όνομα;
Δεν βαριέσαι, γιατί να αναρωτιέμαι, ας απολα'υσω την βραδιά.
Το φεγγάρι έπιασε να φαίνεται πάνω από τα σπίτια, μπλεκόταν οι κλωστές του με τις νότες τα πρόσωπα των μουσικών και των πελατών.
Στο μπλε τραπεζάκι στην γωνία κάθεται ένας Γάλλος ακαθορίστου ηλικίας σιγοτραγουδούσε τον Μάρκο.
Έμοιαζε σαν αρχαιολόγος ή σαν ιστορικός τέχνης. Μιλούσε και με άλλους Γάλλους δίπλα του.
Πολλοί Γάλλοι και Ιταλοί στο νησί φέτος.
Έμοιαζε παραδομένος στο μπουζούκι.

Ξαφνικά ήρθε μια παρέα Ελλήνων και δεν υπήρχε ούτε μια καρέκλα. Άρχισαν όμως να χορεύουν. Οι Ιταλοί τους κοίταζαν γελώντας, τους άρεσε πραγματικά αυτό που έβλεπαν.
Χόρευαν όμορφα, ήταν από 40 ως 60 ηλικιακά αλλά είχαν κέφι εφήβων. Φτιαγμένοι από ψημένη ρακή σίγουρα, αυτή σε χτυπάει ύπουλα...
Αρκετά γρήγορα βρέθηκε μια κουρελού κι ένα καφάσι από μπύρες, τους έφεραν και ψημένη ρακή και συνέχισαν τις σπονδές στον Διόνυσο.
Το φεγγάρι φαινόταν καθαρά πια, είχε διασχίσει την τροχιά του και στεκόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Είχα ήδη αρχίσει να αισθάνομαι την λάμψη της σιωπής του στο στήθος μου.
Οι μουσικοί άλλαξαν ρότα, άρχισαν να παίζουν κρητικά. Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε από γνήσιο συναίσθημα καθηλωτικό και διαυγές .
Η Κρήτη μιλάει μέσα μου σαν κατακόρυφη ποίηση.
Σκέφτηκα την φράση του ROBERTO JUARROZ, (το να σκέφτεσαι έναν άνθρωπο είναι σα να τον σώζεις).
Έτσι νιώθω ακούγοντας Κρητικά.

Ο Θ., το ένα παιδί που έχει το μαγαζί έχει μπλε μάτια. Σέρβιρε ποτά και μετά έπιασε κι αυτός να παίζει κιθάρα. Κάποιος μου είπε πως οι παλιοί Αμοργίνοι είχαν μπλε, καθαρά μάτια, αν είχαν θα ήταν σαν αυτά.
Παιδί με καρδιά γλυκιά ο Θ. ξεχειλίζει γλυκύτητα φιλοξενία και κινείται σαν την γάτα.
Το ίδιο κι ο αδελφός του, ο άλλος που έχει το μαγαζί. Μοιάζουν σαν μεγάλες παιχνιδιάρικες γάτες.
Τα Κρητικά ανοίγουν ρήγματα βαθιά, σε κάνουν να θες να βρείς τα νώτα του θεού.
Άπειροι σχηματισμοί αγάπης διαφαίνονται και υφαίνουν κόσμους από λέξεις.
Σκέφτομαι, θα ήθελα μια νύχτα να ξεράσω όλα τα ξύδια του κόσμου, όλη την χολή τους, να μείνουν ξέσκεποι από αυτά, να ορφανέψουν από την πίκρα , την οργή που υποβόσκει και τις πληγές τους.

Δεν είμαι Χριστός, μπορώ όμως να κλάψω διαβάζοντας ένα ποίημα ή όταν βλέπω τις άπειρες γραμμές στο στόμα μιας γραίας γυναίκας ή αν δω ένα ζώο κακοποιημένο.
Ξαφνικά βλέπω στα μάτια της Ε. αρκετά μακριά μου να κυλά ένα δάκρυ, το σκουπίζει βιαστικά και μετά από δέκα λεπτά φεύγει.
Σκουπίζουμε τα μάτια μας για να μην δούν οι άλλοι τις αδυναμίες μας.
Ενοχικά και σαν ξένοι από εμάς...
Τα Κρητικά μετά από λίγο είναι μια κήτη όπου ποτάμια κυλούν ξέπνοα.
Υπάρχει λυρισμός στην νύχτα.
Τόσες διαφορετικές γλώσσες ενώνονται με αυτήν, της μουσικής..
Είμαι εδώ..
Για όσο...

Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια του γυρισμού άρχισαν πάλι να ριζώνουν στην καρδιά μου ουτοπίες και ιδέες που γίνονταν μάτια.
Έτσι είναι μια ιδέα, μια σκέψη, ένα μάτι που σε κοιτά ίσια και ανάποδα...
Παράδεισος δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ. Αφού δεν υπάρχει γιατί δεν χτίζουμε όλοι από έναν μέσα μας;
ίσως τότε οι ίσκιοι μας να γέμιζαν φως....

( Η χτεσινή βραδιά στην -κάτω γειτονιά- στο παραδοσιακό καφενείο το Λουκάκη)
Υ/Γ. υποκοριστικό του Λουκά , έτσι θέλουν να το γράφουν τα παιδιά που το έχουν, Λουκάκη κι όχι Λουκάκι . Τους αγαπώ πραγματικά..



======================



Popi Synodinou

Την κοιτάει, τα μάτια της πετούν μίσος, αυτό φαίνεται ολοκάθαρα, πιστεύει πως θα της αρπάξει τον αγαπημένο, ποιός αγαπημένος που αυτός κοιτάζει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτήν.

Την προσπερνά και κοιτάζει τον δρόμο μπροστά της. Έχει μια κολασμένη κίνηση, ενώ η Ρίτα αρχίζει να γνέφει στα μαύρα πουλιά τραγουδώντας για την προδοσία.

Είναι ωραίες τέτοιες εναλλαγές, σκέφτεται. Mετά από κάποια ώρα ζητάς να μιλήσεις σε αυτά τα μαύρα πουλιά ή να τα δεις νοερά μπροστά σου μέσα από φωνές χαρακτηριστικότατες.

Καπνίζει με μανία σκεπτόμενη πως η ζωή τραβά την κατηφόρα κι όχι την ανηφόρα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή που πάει να ανοίξει την πόρτα της λύπης έρχεται αυτός και κάθεται δίπλα της.

Είναι ψηλός κι ωραίος, γυμνασμένος, όσο να θυμάται κανείς την διαφορά ενός άντρα από κάτι που του μοιάζει. Με μάτια που κόβουν αλύπητα, μα λίγο μετά γίνονται μελένια. Είναι μυστήριος, τον περιβάλλει μια αύρα μυστηρίου, ίσως ένας άγγελος του ψιθύρισε κάποτε πως να κάνει τις γυναίκες να τον ερωτεύονται.

Σαν περασε η ώρα κουβεντιάζοντας, του το είπε. Αυτός πέρασε το χέρι του στο μάγουλο της.
- Ξέρεις πως αυτό ισχύει και για σένα, αν φυσικά προσδιοριστεί αυστηρά πως ισχύει για μένα
- Ας πούμε πως ισχύει, είπε εκείνη, πως νιώθεις με αυτό; Εννοώ που είναι όλα εύκολα, δεν θέλεις κόπο να κάνεις την γυναίκα να σε αγαπήσει
- Έλα τώρα, να με αγαπήσει; άλλο ο έρωτας, άλλο η αγάπη. Στο κατω κάτω έχω καταλάβει πως υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν μόνο για να τους ερωτεύονται. Mέχρι εκεί, δεν πάει πιό κάτω όμως. Αυτό βέβαια δεν ξέρω να πω αν ισχύει και για σένα, θα έλεγα πως εύκολα αγαπιέσαι.
-Oχι δα, έκανε εκείνη και φύσηξε τον καπνό της σε μικρά δαχτυλίδια, τα ξανθά μακριά μαλλιά της έπεφταν σε σκάλες.

Αυτός τώρα έβλεπε το στόμα της, το πάνω χείλος επεκτεινόταν πιό πολύ από το κάτω, σαν παιδικό πείσμα, η μύτη της μικρή και θρασύτατη. Δεν ήθελε να διασχίσει το στόμα της με την γλωσσα του, ήθελε να μπει ολόκληρος μέσα του, σαν να ταν καραμέλλα που θα λιωνε σιγά σιγά στην κόκκινη κοιλότητα, θα τον δάγκωναν τα δόντια της απαλά και μετά βίαια.

- Σε θέλω, της είπε κι η φωνή του έσπασε
- Μιλούσαμε για αγάπη, του είπε και έσπασε λίγο την άκρη του στόματος της σε χαμόγελο μικρό
-Άσε την αγάπη, τώρα μιλάμε για έρωτα, της είπε και έσφιξε το χέρι της στο δικό του.

Την διαπέρασε ένας ηλεκτρισμός καυτός, καιρό είχε να το νιώσει αυτό..
Αλλά ήθελε να το τραβήξει, να παίξει μαζί του και να τον πάει σε κάτι λιγότερο γνώριμο.
- Θες να με αποπλανήσεις κι άλλο της είπε, εγώ σου παραδίνομαι εύκολα. Ωραία λοιπόν, δεν με νοιάζει και τόσο το θέμα της αγάπης, μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό. Όπως κι εσύ...
- Δεν έχεις δίκιο, κουράστηκα χωρίς αυτό, εξάλλου συνεχώς τα ίδια βλέπω παντού, ίδιες καταστάσεις, ίδια πρόσωπα....και ναι, μου φαίνεται μισό το ποτρέτο μου
-Ε, οχι βέβαια, υπάρχουν πορτρέτα ολόκληρα από την γέννα τους.

Εκείνη στην στιγμή ο μπάρμαν έβαλε στο πλατό την κυρία των μπλούζ. Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά πίσω και τον άφησε να της ανάψει το τσιγάρο.
Όταν είδε τα μάτια του κοντά στον αναπτήρα του, την τύλιξε η φωτιά τους... Αυτός διαπερνούσε ήδη την πλάτη της με βέλη καλοακονισμένα.

Έβαλε το χέρι του στο γόνατο της, πέρασε με χάδι γλυκό τα κόκαλα της, έπειτα ήρθε πίσω, έπιασε την αρχή του ιδρώτα της, έσφιξε το γόνατο στο χέρι του, σαν να ήταν σπουργίτης.

-Μόνο αυτό να θυμάσαι, της ψιθύρισε, αν έχεις κάποιο ταλέντο, φρόντισε να μην το κάψεις, τους άλλους κάψτους ανελέητα, ξεκίνα από εμένα...
-Θα το θυμάμαι, απάντησε γελώντας κι ήρθε πιό κοντά του.

Όταν κόλλησαν τα πόδια τους η φωτιά ήρθε και στον μπάρμαν.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ολόκληρα πορτρέτα από την γέννα τους, σκεφτόταν εκείνη καθώς ο άντρας φύσαγε τον πόθο του δίπλα στον λαιμό της.....
radical30
radical30
Admin

Εγγραφή : 28/09/2009
Δημοσιεύσεις : 3499
Τόπος : Πόρτο Ράφτη
Ηλικία : 93

http://radicalrvolution-radical30.blogspot.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ Empty ΠΟΠΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Δημοσίευση  radical30 Τετ 30 Μάης 2012, 06:30

'Οταν ξύπνησε ο Ροδόπουλος είχε ρθεί η βροχή

από Popi Synodinou,
Κυριακή, 20 Μαΐου 2012


Όταν βγήκε έξω, είχε αρχίσει αυτή η ευεργετική βροχή μετά τον Χειμώνα. Πάντα του άρεσε να την ακούει με ανοιχτά παράθυρα. Το γραφείο του όπως το είχε αφήσει την τελευταία ημέρα. Η πίπα ξεκουραζόταν στο τασάκι κι η μυρωδιά του καπνού έμεινε στους τοίχους να θυμίζει τις τελευταίες σελίδες του Δέκα. Ο δρόμος γλιτσιασμένος, ένας σκύλος με κατεβασμένα αυτιά τον προσπέρασε, ενώ το νερό, γινόταν ήδη ένα με το χώμα. Βήματα βιαστικά στην άσφαλτο.

Όλη του η ζωή πέρασε μπροστά του σαν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα ενός λύκου. Από χέρι σε χέρι κι από στόμα σε στόμα. Βρήκε ένα καφενείο στην πρώτη γωνία του δρόμου. Μισοάδειο και κάπως ξεκομένο από την ροή του κόσμου. Ζητούσε η καρδιά του τσίπουρο και μεζέ.

Κάθισε στην άκρη κι άρχισε να παρατηρεί έξω από την γυάλινη τζαμόπορτα.
Έπιανε κάτι απροσδιόριστο στην ατμόσφαιρα, κάτι λυπημένο και τελειωμένο.
Όχι σαν τον θάνατο, που πέρασε πάνω του σαν μια διάφανη κουρτίνα ούτε σαν τους ήρωες του, που δεν του κανε καμμιά όρεξη να τους σκεφτεί. Καθώς κατάπινε τις γουλιές κατάλαβε πως δεν μποορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό το απροσδιόριστο, ήξερε όμως τι δεν ήταν.

Χαμογέλασε στραβά, καθώς σκέφτηκε όλους εκείνους τους ανέραστους πόντικες της διανόησης και της κουλτούρας, σκυμμένους πάνω από αυτά που είχε γράψει σε καιρούς μιας πνιγηρής κι ατέλειωτης μοναξιάς.

Τους άρεσε να εξηγούν, να μεταφράζουν σε λέξεις όλα κείνα που δεν έζησαν. Χωρίς να 'χουν μέσα στο στήθος τους αυτήν την ζωή που σε τρώει, καθώς σου υπαγορεύει νοερά να την ζήσεις. Άνθρωποι γκρίζοι και λίγοι.

Κανείς δεν είχε πιάσει πως έψαχνε την γυναίκα σε μια τίγρη, που ζούσε τις στιγμές της παραλυμένη στα άγρια ένστικτα της και αυτήν που μπορούσε στωικά να δώσει την ζωή της για έναν άντρα σαν να περιμένει το αντίδωρο.
Το τσίπουρο επεκτεινόταν στο κεφάλι του μαλακώνοντας τα όρια της σκέψης.
(Αγαπώ τους ανθρώπους, όχι τις αρχές τους), σκέφτηκε. ( Πάντα αυτό ήταν, οι άλλοι πάλευαν να μου φορέσουν άλλο από αυτό).

Έξω η βροχή πάλευε να γίνει δυνατότερη. Κατέβαζε το τσίπουρο με μια ηδονή που του θύμισε πως ζούσε πάλι.

Εκείνη την στιγμή μια γυναίκα πέρασε από τον απέναντι δρόμο κι ήρθε μπροστά του. Μπορούσε να νιώσει τα τακούνια της να χαράζουν τον ήχο τους στην άσφαλτο. Τα μαλλιά της υγρά και τα μάτια της με μια ηρεμία άγρια. Άγια. Σαν αυτή που συναντάς στην γυναίκα που έκανε έρωτα λυσσασμένα αλώβητη στα άγρια ένστικτα της, μόλις πριν λίγο.

Μάτια μιας μελαχρινής τίγρησας. Περπατούσε τώρα ακριβώς μπροστά του. Με βήματα αργά, με την νηφαλιότητα αυτών που ξέρουν πως διαθέτουν γοητεία. Μια γόησα που πίσω από το φυσικό παρουσιαστικό της έλαμπε η λαγνεία και μια λεπτή αριστοκρατικότητα. Τον είδε, άφησε τα μάτια της να παλέψουν με τα δικά του. Δεν τον φοβόταν. Δίψαγε για αναμέτρηση. Πόσο να έχουν αλλάξει οι γυναίκες όσο ήμουν νεκρός; Μα αλλάζουν οι γυναίκες; ... Αναρωτήθηκε.

Τα μάτια της σκιστά στις άκρες, δίπλα στην αρχή της μύτης. Εκανε πως έψαχνε την τσάντα της. Καθώς ήταν σκυμμένη είδε την μπλούζα της κολλημένη σφιχτά στα στήθια της. Δυό αμμόλοφοι που πάλευαν για ελευθερία και χάδια.

Ήθελε να της κάνει νόημα να μπει στο μισοάδειο καφενείο. Μα δεν πρόλαβε γιατί αυτή απότομα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τίναξε τα μαλλιά της και με κάτι μακρυά δάχτυλα σαν τον λαιμό των κύκνων, έδιωξε την βροχή από τα ρούχα της. Στάθηκε για λίγο σαν αναποφάσιστη και πήγε στο απέναντι τραπέζι. Σταύρωσε τα πόδια της κι έβγαλε τσιγάρο. Καθώς το άναβε, ένα μαύρο τσουλούφι έπεσε στο ένα μάτι της κρύβοντας το, προσδιορίζοντας καθαρά το μυστήριο που κουβαλούν οι γόησες, σαν ένα ρεβόλβερ σφτιχτά κρατημένο στο λεπτό κι εύθραστο χέρι τους.

(Γκρέτα), σκέφτηκε κι ένα γλυκό μούδιασμα στάθηκε και απλώθηκε στην πλάτη του.
(Γκρέτα), σκέφτηκε και αμέσως θυμήθηκε τα ξερόχορτα στον τάφο του.

Ένας τάφος αφημένος στο πρώτο νεκροταφείο πάλευε, σαν ανάμνηση,
με τούτη την ζωντανή εικόνα μπροστά του. Χυνόταν η εικόνα μέσα του κι έδιωχνε τα παράσιτα της ανίας, της δειλίας, της πρστυχιάς που έχουν οι άνθρωποι όταν είναι φτηνοί.

Πάλευαν οι εικονες σαν γίγαντες. Η ζωή κι ο θάνατος. Δυό λεπτά πάλης και νίκησε η ζωή. Ο Ροδόπουλος άρπαζε την ζωή από τα γκέμια και τα μαλλιά μιας άγνωστης. Που σαν να την ήξερε όμως από πριν... Που μάλλον την έλεγαν Γκρέτα.

Έπιασε το Γκρ στα δόντια του μαζί με το τσίπουρο, το τράβηξε μέσα του σαν την λεπτή δοξαριά ενός βιολιού, μαζί με μια τζούρα από τον καπνό του. ΡΡΡΡ, αυτό το ΡΡΡ που με την δύναμη που είχε εκμηδένιζε όλα τα άλλα τα γράμματα. Σαν μια γραμμή γενναιοδωρίας.

Όπως όταν οι άνθρωποι γίνονται τόσο γενναιόδωροι που δίνουν απλόχερα στους άλλους αυτό που ζητούν, αυτή η απίστευτη γενναιοδωρία που υπερβαίνει την ανία του κόσμου, την σήψη των αρχών, την θανατίλα που αρέσκονται να ονομάζουν ζωή.

Γκρέτα. Απλά Γκρέτα... Έσκαβε ο Ροδόπουλος μέσα του και ζούσε ξανά μετά από τόσα χρόνια που πίστευε πως ήταν πεθαμένος....
radical30
radical30
Admin

Εγγραφή : 28/09/2009
Δημοσιεύσεις : 3499
Τόπος : Πόρτο Ράφτη
Ηλικία : 93

http://radicalrvolution-radical30.blogspot.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης